Translation meaning & definition of the word "photographer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωτογράφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Photographer
[Φωτογράφοσ]/fətɑgrəfər/
noun
1. Someone who takes photographs professionally
- synonym:
- photographer ,
- lensman
1. Κάποιος που τραβάει φωτογραφίες επαγγελματικά
- συνώνυμο:
- φωτογράφος ,
- φακοποιός
Examples of using
That photographer is really talented.
Ο φωτογράφος είναι πραγματικά ταλαντούχος.
I'm a professional photographer.
Είμαι επαγγελματίας φωτογράφος.
Her acute observation skills make her a very suitable photographer.
Οι ικανότητές της στην παρατήρηση την καθιστούν πολύ κατάλληλη φωτογράφο.