Translation meaning & definition of the word "photoelectric" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωτοηλεκτρικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Photoelectric
[Φωτοηλεκτρική]/foʊtoʊɪlɛktrɪk/
adjective
1. Of or pertaining to photoelectricity
- "The photoelectric effect"
- synonym:
- photoelectric ,
- photoelectrical
1. Από ή που σχετίζονται με φωτοηλεκτρισμό
- "Το φωτοηλεκτρικό αποτέλεσμα"
- συνώνυμο:
- φωτοηλεκτρική ,
- φωτοηλεκτρικά