Translation meaning & definition of the word "photocopy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωτοτυπία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Photocopy
[Φωτοτυπία]/foʊtoʊkɑpi/
noun
1. A photographic copy of written or printed or graphic work
- synonym:
- photocopy
1. Φωτογραφικό αντίγραφο γραπτής ή έντυπης ή γραφικής εργασίας
- συνώνυμο:
- φωτοτυπία
verb
1. Reproduce by xerography
- synonym:
- photocopy ,
- run off ,
- xerox
1. Αναπαραγωγή με ξηρογραφία
- συνώνυμο:
- φωτοτυπία ,
- τρέχω ,
- ξερόξ