Translation meaning & definition of the word "phosphorus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φώσφορος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Phosphorus
[Φώσφορος]/fɑsfərəs/
noun
1. A multivalent nonmetallic element of the nitrogen family that occurs commonly in inorganic phosphate rocks and as organic phosphates in all living cells
- Is highly reactive and occurs in several allotropic forms
- synonym:
- phosphorus ,
- P ,
- atomic number 15
1. Ένα πολυδύναμο μη μεταλλικό στοιχείο της οικογένειας του αζώτου που εμφανίζεται συνήθως σε ανόργανα φωσφορικά άλατα και οργανικά κύτταρα
- Είναι ιδιαίτερα αντιδραστικό και εμφανίζεται σε διάφορες αλλοτροπικές μορφές
- συνώνυμο:
- φώσφορος ,
- Π ,
- ατομικός αριθμός 15
2. A planet (usually venus) seen just before sunrise in the eastern sky
- synonym:
- morning star ,
- daystar ,
- Phosphorus ,
- Lucifer
2. Ένας πλανήτης (-συνήθως αφροδίτη) που βλέπουμε λίγο πριν την ανατολή του ηλίου στον ανατολικό ουρανό
- συνώνυμο:
- πρωινό αστέρι ,
- ντιπάρτσα ,
- Φώσφορος ,
- Εωσφόρου
Examples of using
Hydrogen, carbon, nitrogen, phosphorus, oxygen, sulfur and selenium are nonmetals.
Το υδρογόνο, ο άνθρακας, το άζωτο, ο φώσφορος, το οξυγόνο, το θείο και το σελήνιο είναι μη μέταλλα.