Translation meaning & definition of the word "phosphor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωσφόρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Phosphor
[Φώσφορο]/fɑsfɔr/
noun
1. A synthetic substance that is fluorescent or phosphorescent
- Used to coat the screens of cathode ray tubes
- synonym:
- phosphor
1. Μια συνθετική ουσία που είναι φθορίζουσα ή φωσφορίζουσα
- Χρησιμοποιημένος για να καλύψει τις οθόνες των σωλήνων ακτίνων καθόδου
- συνώνυμο:
- φώσφορος