Translation meaning & definition of the word "phony" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωνία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Phony
[Ψευδώνυμο]/foʊni/
noun
1. A person who professes beliefs and opinions that he or she does not hold in order to conceal his or her real feelings or motives
- synonym:
- hypocrite ,
- dissembler ,
- dissimulator ,
- phony ,
- phoney ,
- pretender
1. Ένα άτομο που διακηρύσσει πεποιθήσεις και απόψεις που δεν κρατάει για να κρύψει τα πραγματικά του συναισθήματα ή κίνητρα
- συνώνυμο:
- υποκριτής ,
- αποσυναρμολογητήσ ,
- διασκορπιστή ,
- ψεύτικος ,
- φούνεϊ ,
- προσποιητήσ
adjective
1. Fraudulent
- Having a misleading appearance
- synonym:
- bogus ,
- fake ,
- phony ,
- phoney ,
- bastard
1. Δόλιοσ
- Παραπλανητική εμφάνιση
- συνώνυμο:
- ψευτιά ,
- ψεύτικοσ ,
- ψεύτικος ,
- φούνεϊ ,
- μπάσταρδος