Translation meaning & definition of the word "phonology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωνολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Phonology
[Φωνολογία]/fənɑləʤi/
noun
1. The study of the sound system of a given language and the analysis and classification of its phonemes
- synonym:
- phonology ,
- phonemics
1. Η μελέτη του ηχητικού συστήματος μιας δεδομένης γλώσσας και η ανάλυση και ταξινόμηση των φωνημάτων της
- συνώνυμο:
- φωνολογία ,
- φωνηματικά