Translation meaning & definition of the word "phonograph" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωνογράφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Phonograph
[Φωνογράφοσ]/foʊnəgræf/
noun
1. Machine in which rotating records cause a stylus to vibrate and the vibrations are amplified acoustically or electronically
- synonym:
- record player ,
- phonograph
1. Μηχανή στην οποία τα περιστρεφόμενα αρχεία προκαλούν δονήσεις και οι δονήσεις ενισχύονται ακουστικά ή ηλεκτρονικά
- συνώνυμο:
- παίκτης εγγραφής ,
- φωνογράφοσ