Translation meaning & definition of the word "phonetic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωνητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Phonetic
[Φωνητικόσ]/fənɛtɪk/
adjective
1. Of or relating to speech sounds
- "Phonetic transcription"
- synonym:
- phonetic ,
- phonic
1. Από ή σχετίζονται με ήχους ομιλίας
- "Φωνητική μεταγραφή"
- συνώνυμο:
- φωνητικόσ
2. Of or relating to the scientific study of speech sounds
- "Phonetic analysis"
- synonym:
- phonetic
2. Από ή σχετίζονται με την επιστημονική μελέτη των ήχων της ομιλίας
- "Φωνητική ανάλυση"
- συνώνυμο:
- φωνητικόσ
Examples of using
Can you read phonetic signs?
Μπορείτε να διαβάσετε φωνητικά σημάδια?