Translation meaning & definition of the word "phlegm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φλέγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Phlegm
[Φλέγμα]/flɛm/
noun
1. Apathy demonstrated by an absence of emotional reactions
- synonym:
- emotionlessness ,
- impassivity ,
- impassiveness ,
- phlegm ,
- indifference ,
- stolidity ,
- unemotionality
1. Η απάθεια αποδεικνύεται από την απουσία συναισθηματικών αντιδράσεων
- συνώνυμο:
- ασυναίσθητο ,
- απάθεια ,
- φλέγμα ,
- αδιαφορία ,
- ανοησία ,
- ανυπαρξία
2. Expectorated matter
- Saliva mixed with discharges from the respiratory passages
- In ancient and medieval physiology it was believed to cause sluggishness
- synonym:
- phlegm ,
- sputum
2. Αποχρεμπτικό θέμα
- Σάλιο αναμεμειγμένο με απορρίψεις από τα αναπνευστικά περάσματα
- Στην αρχαία και μεσαιωνική φυσιολογία πιστεύεται ότι προκαλεί υποτονικότητα
- συνώνυμο:
- φλέγμα ,
- πτύελο
3. Inactivity
- Showing an unusual lack of energy
- "The general appearance of sluggishness alarmed his friends"
- synonym:
- languor ,
- lethargy ,
- sluggishness ,
- phlegm ,
- flatness
3. Αδράνεια
- Εμφάνιση ασυνήθιστης έλλειψης ενέργειας
- "Η γενική εμφάνιση της υποτονικότητας ανησύχησε τους φίλους του"
- συνώνυμο:
- ναυτία ,
- λήθαργος ,
- ατονία ,
- φλέγμα ,
- επιπεδότητα