Translation meaning & definition of the word "philosopher" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλόσοφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Philosopher
[Φιλόσοφος]/fəlɑsəfər/
noun
1. A specialist in philosophy
- synonym:
- philosopher
1. Ειδικός στη φιλοσοφία
- συνώνυμο:
- φιλόσοφος
2. A wise person who is calm and rational
- Someone who lives a life of reason with equanimity
- synonym:
- philosopher
2. Ένας σοφός άνθρωπος που είναι ήρεμος και λογικός
- Κάποιος που ζει μια ζωή της λογικής με την ισοτιμία
- συνώνυμο:
- φιλόσοφος
Examples of using
A beard doesn't make a philosopher, nor does wearing a cheap coat.
Μια γενειάδα δεν κάνει έναν φιλόσοφο, ούτε φοράει ένα φθηνό παλτό.
A philosopher is a man who can solve all problems, except for his own.
Φιλόσοφος είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα, εκτός από τα δικά του.
Critique of Pure Reason is German philosopher Immanuel Kant's chief literary work.
Κριτική του Καθαρού Λόγου είναι το γερμανικό φιλόσοφο Ιμμάνουελ Καντ λογοτεχνικό έργο.