Translation meaning & definition of the word "philharmonic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλαρμονική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Philharmonic
[Φιλαρμονική]/fɪlhɑrmɑnɪk/
noun
1. A large orchestra
- Can perform symphonies
- "We heard the vienna symphony"
- synonym:
- symphony orchestra ,
- symphony ,
- philharmonic
1. Μεγάλη ορχήστρα
- Μπορεί να εκτελέσει συμφωνίες
- "Ακούσαμε τη συμφωνία της βιέννης"
- συνώνυμο:
- συμφωνική ορχήστρα ,
- συμφωνία ,
- φιλαρμονική
adjective
1. Composing or characteristic of an orchestral group
- "Philharmonic players"
- synonym:
- philharmonic
1. Σύνθεση ή χαρακτηριστικό μιας ορχηστρικής ομάδας
- "Φιλαρμονικοί παίκτες"
- συνώνυμο:
- φιλαρμονική
2. Devoted to or appreciative of music
- "The most philharmonic ear is at times deeply affected by a simple air"
- synonym:
- philharmonic
2. Αφιερωμένο ή εκτιμητικό στη μουσική
- "Το πιο φιλαρμονικό αυτί μερικές φορές επηρεάζεται βαθιά από έναν απλό αέρα"
- συνώνυμο:
- φιλαρμονική