Translation meaning & definition of the word "philanthropic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλανθρωπικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Philanthropic
[Φιλανθρωπικόσ]/fɪlənθrɑpɪk/
adjective
1. Generous in assistance to the poor
- "A benevolent contributor"
- "Eleemosynary relief"
- "Philanthropic contributions"
- synonym:
- beneficent ,
- benevolent ,
- eleemosynary ,
- philanthropic
1. Γενναιόδωρος στη βοήθεια των φτωχών
- "Καλός συνεισφέρων"
- "Ελεημειονεκτική ανακούφιση"
- "Φιλανθρωπικές συνεισφορές"
- συνώνυμο:
- ευεργετικός ,
- καλοπροαίρετοσ ,
- ελεήμονασ ,
- φιλανθρωπικόσ
2. Of or relating to or characterized by philanthropy
- "A philanthropic society"
- synonym:
- philanthropic
2. Από ή σχετίζονται ή χαρακτηρίζονται από φιλανθρωπία
- "Μια φιλανθρωπική κοινωνία"
- συνώνυμο:
- φιλανθρωπικόσ