Translation meaning & definition of the word "phi" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δευτερόλεπτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Phi
[Φι]/faɪ/
noun
1. The 21st letter of the greek alphabet
- synonym:
- phi
1. Το 21ο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
- συνώνυμο:
- φι