Translation meaning & definition of the word "phase" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φάση" στην ελληνική γλώσσα
Phase
[Φάση]noun
1. Any distinct time period in a sequence of events
- "We are in a transitional stage in which many former ideas must be revised or rejected"
- synonym:
- phase ,
- stage
1. Οποιαδήποτε διακριτή χρονική περίοδος σε μια ακολουθία γεγονότων
- "Βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο στο οποίο πολλές προηγούμενες ιδέες πρέπει να αναθεωρηθούν ή να απορριφθούν"
- συνώνυμο:
- φάση ,
- στάδιο
2. (physical chemistry) a distinct state of matter in a system
- Matter that is identical in chemical composition and physical state and separated from other material by the phase boundary
- "The reaction occurs in the liquid phase of the system"
- synonym:
- phase ,
- form
2. (φυσική χημεία) μια ξεχωριστή κατάσταση ύλης σε ένα σύστημα
- Ύλη που είναι πανομοιότυπη στη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση και διαχωρίζεται από άλλο υλικό από το όριο φάσης
- "Η αντίδραση εμφανίζεται στην υγρή φάση του συστήματος"
- συνώνυμο:
- φάση ,
- φόρμα
3. A particular point in the time of a cycle
- Measured from some arbitrary zero and expressed as an angle
- synonym:
- phase ,
- phase angle
3. Ένα συγκεκριμένο σημείο στην ώρα ενός κύκλου
- Μετριέται από κάποιο αυθαίρετο μηδέν και εκφράζεται ως γωνία
- συνώνυμο:
- φάση ,
- γωνία φάσης
4. (astronomy) the particular appearance of a body's state of illumination (especially one of the recurring shapes of the part of earth's moon that is illuminated by the sun)
- "The full phase of the moon"
- synonym:
- phase
4. (αστρονομία) η ιδιαίτερη εμφάνιση της κατάστασης φωτισμού ενός σώματος (ειδικά ένα από τα επαναλαμβανόμενα σχήματα του μέρους της γης
- "Η πλήρης φάση του φεγγαριού"
- συνώνυμο:
- φάση
verb
1. Arrange in phases or stages
- "Phase a withdrawal"
- synonym:
- phase
1. Τακτοποιήστε σε φάσεις ή στάδια
- "Φάση απόσυρσης"
- συνώνυμο:
- φάση
2. Adjust so as to be in a synchronized condition
- "He phased the intake with the output of the machine"
- synonym:
- phase
2. Ρυθμίστε έτσι ώστε να είναι σε συγχρονισμένη κατάσταση
- "Καταδίωξε σταδιακά την πρόσληψη με την έξοδο του μηχανήματος"
- συνώνυμο:
- φάση