Translation meaning & definition of the word "pharmacy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φαρμακείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pharmacy
[Φαρμακείο]/fɑrməsi/
noun
1. The art and science of preparing and dispensing drugs and medicines,
- synonym:
- pharmacy ,
- pharmaceutics
1. Η τέχνη και η επιστήμη της προετοιμασίας και της διανομής φαρμάκων και φαρμάκων,
- συνώνυμο:
- φαρμακείο ,
- φαρμακευτική
2. A retail shop where medicine and other articles are sold
- synonym:
- drugstore ,
- apothecary's shop ,
- chemist's ,
- chemist's shop ,
- pharmacy
2. Ένα κατάστημα λιανικής όπου πωλούνται φάρμακα και άλλα αντικείμενα
- συνώνυμο:
- φαρμακείο ,
- το κατάστημα του Αποθηκευτή ,
- χημικός ,
- κατάστημα χημικών
Examples of using
Until what time does your pharmacy stay open?
Μέχρι ποια ώρα το φαρμακείο σας παραμένει ανοιχτό?
Where's the closest pharmacy?
Πού είναι το πλησιέστερο φαρμακείο?
Where's the closest pharmacy?
Πού είναι το πλησιέστερο φαρμακείο?