Translation meaning & definition of the word "pharmacist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φαρμακοποιός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pharmacist
[Φαρμακοποιός]/fɑrməsɪst/
noun
1. A health professional trained in the art of preparing and dispensing drugs
- synonym:
- pharmacist ,
- druggist ,
- chemist ,
- apothecary ,
- pill pusher ,
- pill roller
1. Ένας επαγγελματίας υγείας εκπαιδευμένος στην τέχνη της προετοιμασίας και της διανομής ναρκωτικών
- συνώνυμο:
- φαρμακοποιός ,
- ντρουγκίστας ,
- χημικός ,
- αποθηκευτικόσ ,
- χάπι πούσερ ,
- κύλινδρος χαπιών
Examples of using
The pharmacist made up the prescription for me.
Ο φαρμακοποιός αποτέλεσε τη συνταγή για μένα.