Translation meaning & definition of the word "pew" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βούλια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pew
[Ρίψη]/pju/
noun
1. Long bench with backs
- Used in church by the congregation
- synonym:
- pew ,
- church bench
1. Μακρύ παγκάκι με πλάτες
- Χρησιμοποιείται στην εκκλησία από την εκκλησία
- συνώνυμο:
- περιστέρι ,
- πάγκος εκκλησίας