Translation meaning & definition of the word "pettiness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιώνια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pettiness
[Απαλότητα]/pɛtinəs/
noun
1. Narrowness of mind or ideas or views
- synonym:
- pettiness
1. Στενότητα του μυαλού ή των ιδεών ή των απόψεων
- συνώνυμο:
- μικροπρέπεια
2. The quality of being unimportant and petty or frivolous
- synonym:
- pettiness ,
- triviality ,
- slightness ,
- puniness
2. Η ποιότητα του να είσαι ασήμαντος και ασήμαντος ή επιπόλαιος
- συνώνυμο:
- μικροπρέπεια ,
- ασήμαντο ,
- ελαφρότητα ,
- τιμωρία
3. Lack of generosity in trifling matters
- synonym:
- pettiness ,
- littleness ,
- smallness
3. Έλλειψη γενναιοδωρίας σε ασήμαντα θέματα
- συνώνυμο:
- μικροπρέπεια ,
- μικρότητα