Translation meaning & definition of the word "petter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πέταρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Petter
[Πέτερ]/pɛtər/
noun
1. A lover who gently fondles and caresses the loved one
- "They are heavy petters"
- synonym:
- petter ,
- fondler
1. Ένας εραστής που χαϊδεύει απαλά και χαϊδεύει το αγαπημένο πρόσωπο
- "Είναι βαριά παιδάκια"
- συνώνυμο:
- πέτερ ,
- αγαπητόσ