Translation meaning & definition of the word "petite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πετίτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Petite
[Πετίτησ]/pətit/
noun
1. A garment size for short or slender women
- synonym:
- petite
1. Ένα μέγεθος ενδυμάτων για τις σύντομες ή λεπτές γυναίκες
- συνώνυμο:
- αναλυτικόσ
adjective
1. Very small
- "Diminutive in stature"
- "A lilliputian chest of drawers"
- "Her petite figure"
- "Tiny feet"
- "The flyspeck nation of bahrain moved toward democracy"
- synonym:
- bantam ,
- diminutive ,
- lilliputian ,
- midget ,
- petite ,
- tiny ,
- flyspeck
1. Πολύ μικρό
- "Μειωτικό σε ανάστημα"
- "Μια λιλιπούτεια συρταριέρα"
- "Η μικρή φιγούρα της"
- "Μικροσκοπικά πόδια"
- "Το έθνος του μπαχρέιν κινήθηκε προς τη δημοκρατία"
- συνώνυμο:
- μπαντάμ ,
- υποβαθμισμένοσ ,
- λιλιπούτειος ,
- νάτσετ ,
- αναλυτικόσ ,
- μικροσκοπικόσ ,
- πετάω