Translation meaning & definition of the word "peter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πέτρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peter
[Πέτρος]/pitər/
noun
1. Disciple of jesus and leader of the apostles
- Regarded by catholics as the vicar of christ on earth and first pope
- synonym:
- Peter ,
- Simon Peter ,
- Saint Peter ,
- St. Peter ,
- Saint Peter the Apostle ,
- St. Peter the Apostle
1. Μαθητής του ιησού και αρχηγός των αποστόλων
- Θεωρείται από τους καθολικούς ως ο εφημέριος του χριστού στη γη και ο πρώτος πάπας
- συνώνυμο:
- Πέτρος ,
- Σάιμον Πέτρος ,
- Άγιος Πέτρος ,
- Άγιος. Πέτρος ,
- Άγιος Πέτρος ο Απόστολος ,
- Άγιος. Πέτρος ο Απόστολος
2. Obscene terms for penis
- synonym:
- cock ,
- prick ,
- dick ,
- shaft ,
- pecker ,
- peter ,
- tool ,
- putz
2. Άσεμνοι όροι για το πέος
- συνώνυμο:
- πουλί ,
- τσιμπώ ,
- άξονας ,
- πέκτορασ ,
- πέτρος ,
- εργαλείο ,
- πούτσες