Translation meaning & definition of the word "pestilence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιδημία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pestilence
[Επιδημία]/pɛstələns/
noun
1. A serious (sometimes fatal) infection of rodents caused by yersinia pestis and accidentally transmitted to humans by the bite of a flea that has bitten an infected animal
- synonym:
- plague ,
- pestilence ,
- pest ,
- pestis
1. Μια σοβαρή (-μερικές φορές θανατηφόρα ) λοίμωξη των τρωκτικών που προκαλείται από πέστη και μεταδίδεται κατά λάθος στον άνθρωπο
- συνώνυμο:
- πανούκλα ,
- λοιμούρισμα ,
- παράσιτο ,
- πέστης
2. Any epidemic disease with a high death rate
- synonym:
- plague ,
- pestilence ,
- pest
2. Οποιαδήποτε επιδημική ασθένεια με υψηλό ποσοστό θνησιμότητας
- συνώνυμο:
- πανούκλα ,
- λοιμούρισμα ,
- παράσιτο
3. A pernicious and malign influence that is hard to get rid of
- "Racism is a pestilence at the heart of the nation"
- "According to him, i was the canker in their midst"
- synonym:
- pestilence ,
- canker
3. Μια ολέθρια και κακοήθης επιρροή που είναι δύσκολο να απαλλαγούμε από
- "Ο ρατσισμός είναι ένας λοιμός στην καρδιά του έθνους"
- "Σύμφωνα με αυτόν, ήμουν ο καρκίνος στη μέση τους"
- συνώνυμο:
- λοιμούρισμα ,
- κάνκερ