Translation meaning & definition of the word "pest" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραμύθι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pest
[Παρατήρηση]/pɛst/
noun
1. A serious (sometimes fatal) infection of rodents caused by yersinia pestis and accidentally transmitted to humans by the bite of a flea that has bitten an infected animal
- synonym:
- plague ,
- pestilence ,
- pest ,
- pestis
1. Μια σοβαρή (-μερικές φορές θανατηφόρα ) λοίμωξη των τρωκτικών που προκαλείται από πέστη και μεταδίδεται κατά λάθος στον άνθρωπο
- συνώνυμο:
- πανούκλα ,
- λοιμούρισμα ,
- παράσιτο ,
- πέστης
2. Any epidemic disease with a high death rate
- synonym:
- plague ,
- pestilence ,
- pest
2. Οποιαδήποτε επιδημική ασθένεια με υψηλό ποσοστό θνησιμότητας
- συνώνυμο:
- πανούκλα ,
- λοιμούρισμα ,
- παράσιτο
3. A persistently annoying person
- synonym:
- pest ,
- blighter ,
- cuss ,
- pesterer ,
- gadfly
3. Ένα επίμονα ενοχλητικό άτομο
- συνώνυμο:
- παράσιτο ,
- φωτεινότερη ,
- περίβλημα ,
- παραβάτησ ,
- πεταλούδα
4. Any unwanted and destructive insect or other animal that attacks food or crops or livestock etc.
- "He sprayed the garden to get rid of pests"
- "Many pests have developed resistance to the common pesticides"
- synonym:
- pest
4. Οποιοδήποτε ανεπιθύμητο και καταστροφικό έντομο ή άλλο ζώο που επιτίθεται σε τρόφιμα ή καλλιέργειες ή ζώα κ.λπ.
- "Ψέκασε τον κήπο για να απαλλαγείτε από τα παράσιτα"
- "Πολλά παράσιτα έχουν αναπτύξει αντίσταση στα κοινά φυτοφάρμακα"
- συνώνυμο:
- παράσιτο
Examples of using
Get off me you little pest!
Βγάλε μου το μικρό σου παράσιτο!