Translation meaning & definition of the word "pessimistic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαισιόδοξος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pessimistic
[Απαισιόδοξος]/pɛsəmɪstɪk/
adjective
1. Expecting the worst possible outcome
- synonym:
- pessimistic
1. Περιμένοντας το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα
- συνώνυμο:
- απαισιόδοξος
Examples of using
How can you be this pessimistic?
Πώς μπορείτε να είστε αυτός ο απαισιόδοξος?
Sick people tend to be pessimistic.
Οι άρρωστοι άνθρωποι τείνουν να είναι απαισιόδοξοι.