Translation meaning & definition of the word "pessimist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαισιόδοξος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pessimist
[Απαισιόδοξος]/pɛsəməst/
noun
1. A person who expects the worst
- synonym:
- pessimist
1. Ένας άνθρωπος που περιμένει το χειρότερο
- συνώνυμο:
- απαισιόδοξος
Examples of using
The student is optimistic, but his advisor is a pessimist.
Ο μαθητής είναι αισιόδοξος, αλλά ο σύμβουλός του είναι απαισιόδοξος.