Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "pervert" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εκτροπή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Pervert

[Διεστραμμένοσ]
/pərvərt/

noun

1. A person whose behavior deviates from what is acceptable especially in sexual behavior

    synonym:
  • pervert
  • ,
  • deviant
  • ,
  • deviate
  • ,
  • degenerate

1. Ένα άτομο του οποίου η συμπεριφορά αποκλίνει από αυτό που είναι αποδεκτό ειδικά στη σεξουαλική συμπεριφορά

    συνώνυμο:
  • διεστραμμένοσ
  • ,
  • αποκλίνουσα
  • ,
  • παρεκκλίνω
  • ,
  • εκφυλίζω

verb

1. Corrupt morally or by intemperance or sensuality

  • "Debauch the young people with wine and women"
  • "Socrates was accused of corrupting young men"
  • "Do school counselors subvert young children?"
  • "Corrupt the morals"
    synonym:
  • corrupt
  • ,
  • pervert
  • ,
  • subvert
  • ,
  • demoralize
  • ,
  • demoralise
  • ,
  • debauch
  • ,
  • debase
  • ,
  • profane
  • ,
  • vitiate
  • ,
  • deprave
  • ,
  • misdirect

1. Διαφθορά ηθικά ή από ασυνείδητο ή αισθησιασμό

  • "Ντεμπάουτσε οι νέοι με κρασί και γυναίκες"
  • "Ο σωκράτης κατηγορήθηκε για διαφθορά των νέων"
  • "Οι σχολικοί σύμβουλοι ανατρέπουν τα μικρά παιδιά?"
  • "Διαφθείρει τα ήθη"
    συνώνυμο:
  • διαφθαρμένοσ
  • ,
  • διεστραμμένοσ
  • ,
  • υποτάσσω
  • ,
  • αποθαρρύνω
  • ,
  • ντεμπούτσα
  • ,
  • απομυθοποίηση
  • ,
  • βέβηλοσ
  • ,
  • βιτρώ
  • ,
  • αποδοκιμάζω
  • ,
  • ανακατεύθυνση

2. Practice sophistry

  • Change the meaning of or be vague about in order to mislead or deceive
  • "Don't twist my words"
    synonym:
  • twist
  • ,
  • twist around
  • ,
  • pervert
  • ,
  • convolute
  • ,
  • sophisticate

2. Πρακτική σοφιστεία

  • Αλλάξτε την έννοια ή να είστε ασαφείς για να παραπλανήσει ή να εξαπατήσει
  • "Μην περιστρέφεις τα λόγια μου"
    συνώνυμο:
  • συστροφή
  • ,
  • στρίβω
  • ,
  • διεστραμμένοσ
  • ,
  • συνεσταλμένοσ
  • ,
  • πολυπλοκότητα

3. Change the inherent purpose or function of something

  • "Don't abuse the system"
  • "The director of the factory misused the funds intended for the health care of his workers"
    synonym:
  • pervert
  • ,
  • misuse
  • ,
  • abuse

3. Αλλάξτε τον εγγενή σκοπό ή τη λειτουργία κάποιου πράγματος

  • "Μην καταχραστείτε το σύστημα"
  • "Ο διευθυντής του εργοστασίου χρησιμοποίησε καταχρηστικά τα κεφάλαια που προορίζονταν για την υγειονομική περίθαλψη των εργαζομένων του"
    συνώνυμο:
  • διεστραμμένοσ
  • ,
  • κατάχρηση
  • ,
  • κακοποίηση