Translation meaning & definition of the word "perversity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιτροπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perversity
[Διαστροφή]/pərvərsəti/
noun
1. Deliberate and stubborn unruliness and resistance to guidance or discipline
- synonym:
- contrariness ,
- perversity ,
- perverseness
1. Σκόπιμη και επίμονη ανοησία και αντίσταση στην καθοδήγηση ή την πειθαρχία
- συνώνυμο:
- αντιπαράθεση ,
- διαστροφή
2. Deliberately deviating from what is good
- "There will always be a few people who, through macho perversity, gain satisfaction from bullying and terrorism"
- synonym:
- perversity ,
- perverseness
2. Σκόπιμα αποκλίνουν από αυτό που είναι καλό
- "Θα υπάρχουν πάντα μερικοί άνθρωποι που, μέσω της ματσό διαστροφής, θα αποκτήσουν ικανοποίηση από τον εκφοβισμό και την τρομοκρατία"
- συνώνυμο:
- διαστροφή