Translation meaning & definition of the word "perversion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποστροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perversion
[Διαστρέβλωση]/pərvərʒən/
noun
1. A curve that reverses the direction of something
- "The tendrils of the plant exhibited perversion"
- "Perversion also shows up in kinky telephone cords"
- synonym:
- perversion
1. Μια καμπύλη που αντιστρέφει την κατεύθυνση του κάτι
- "Οι τέντες του φυτού παρουσίασαν διαστροφή"
- "Η αντιστροφή εμφανίζεται επίσης στα βιτσιόζικα τηλεφωνικά καλώδια"
- συνώνυμο:
- διαστρέβλωση
2. An aberrant sexual practice
- synonym:
- perversion ,
- sexual perversion
2. Μια επίμονη σεξουαλική πρακτική
- συνώνυμο:
- διαστρέβλωση ,
- σεξουαλική διαστροφή
3. The action of perverting something (turning it to a wrong use)
- "It was a perversion of justice"
- synonym:
- perversion
3. Η δράση της διαστρέβλωσης κάτι (το σε λανθασμένη χρήση)
- "Ήταν μια διαστροφή της δικαιοσύνης"
- συνώνυμο:
- διαστρέβλωση