Translation meaning & definition of the word "perverse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίστροφη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perverse
[Διεστραμμένοσ]/pərvərs/
adjective
1. Marked by a disposition to oppose and contradict
- "Took perverse satisfaction in foiling her plans"
- synonym:
- perverse
1. Χαρακτηρίζεται από διάθεση αντίθεσης και αντίθεσης
- "Έλαβε διεστραμμένη ικανοποίηση για την κατάρτιση των σχεδίων της"
- συνώνυμο:
- διεστραμμένοσ
2. Resistant to guidance or discipline
- "Mary mary quite contrary"
- "An obstinate child with a violent temper"
- "A perverse mood"
- "Wayward behavior"
- synonym:
- contrary ,
- obstinate ,
- perverse ,
- wayward
2. Ανθεκτικό στην καθοδήγηση ή την πειθαρχία
- "Η μαρία είναι αντίθετη"
- "Ένα επίμονο παιδί με βίαιη ιδιοσυγκρασία"
- "Διεστραμμένη διάθεση"
- "Πορευτική συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- αντίθετα ,
- επιφυλάσσω ,
- διεστραμμένοσ ,
- προχωρώντασ
3. Deviating from what is considered moral or right or proper or good
- "Depraved criminals"
- "A perverted sense of loyalty"
- "The reprobate conduct of a gambling aristocrat"
- synonym:
- depraved ,
- perverse ,
- perverted ,
- reprobate
3. Αποκλίνουν από αυτό που θεωρείται ηθικό ή σωστό ή καλό ή καλό
- "Αποτυχημένοι εγκληματίες"
- "Μια διεστραμμένη αίσθηση πίστης"
- "Η αποδοκιμαστική συμπεριφορά ενός αριστοκράτη τυχερών παιχνιδιών"
- συνώνυμο:
- εξαπατηθεί ,
- διεστραμμένοσ ,
- αποδοκιμάζω