Translation meaning & definition of the word "pervasive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επεκτατική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pervasive
[Διαπεραστικόσ]/pərvesɪv/
adjective
1. Spreading or spread throughout
- "Armed with permeative irony...he punctures affectations"
- "The pervasive odor of garlic"
- "An error is pervasive if it is material to more than one conclusion"
- synonym:
- permeant ,
- permeating ,
- permeative ,
- pervasive
1. Εξάπλωση ή εξάπλωση σε όλη την
- "Οπλισμένος με τη διαπεραστική ειρωνεία.τρυπά τις συνέπειες"
- "Η διάχυτη οσμή του σκόρδου"
- "Ένα σφάλμα είναι διάχυτο εάν είναι υλικό σε περισσότερα από ένα συμπεράσματα"
- συνώνυμο:
- διαπεραστικόσ ,
- διαπερνώντασ ,
- διάχυτοσ