Translation meaning & definition of the word "pervade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "περπατήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pervade
[Διαπερνά]/pərved/
verb
1. Spread or diffuse through
- "An atmosphere of distrust has permeated this administration"
- "Music penetrated the entire building"
- "His campaign was riddled with accusations and personal attacks"
- synonym:
- permeate ,
- pervade ,
- penetrate ,
- interpenetrate ,
- diffuse ,
- imbue ,
- riddle
1. Εξαπλωθεί ή διαδώστε
- "Μια ατμόσφαιρα δυσπιστίας έχει διαπεράσει αυτή τη διοίκηση"
- "Η μουσική διείσδυσε σε όλο το κτίριο"
- "Η εκστρατεία του ήταν γεμάτη κατηγορίες και προσωπικές επιθέσεις"
- συνώνυμο:
- διαπερνώ ,
- διαπερνά ,
- διεισδύω ,
- διαπερατώ ,
- διάχυτοσ ,
- εμποτίζω ,
- αινίγματοσ