Translation meaning & definition of the word "pertinent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφάνεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pertinent
[Επιφανειακή]/pərtɪnɪnt/
adjective
1. Having precise or logical relevance to the matter at hand
- "A list of articles pertinent to the discussion"
- "Remarks that were to the point"
- synonym:
- pertinent
1. Έχοντας ακριβή ή λογική συνάφεια με το συγκεκριμένο θέμα
- "Μια λίστα άρθρων σχετικά με τη συζήτηση"
- "Σημεία που ήταν στο σημείο"
- συνώνυμο:
- σχετικόσ
2. Being of striking appropriateness and pertinence
- "The successful copywriter is a master of apposite and evocative verbal images"
- "An apt reply"
- synonym:
- apposite ,
- apt ,
- pertinent
2. Είναι εντυπωσιακής καταλληλότητας και συνάφειας
- "Ο επιτυχημένος κειμενογράφος είναι πλοίαρχος εφαρμογών και υποβλητικών λεκτικών εικόνων"
- "Μια κατάλληλη απάντηση"
- συνώνυμο:
- αποτελεί αντικείμενο ,
- απαρτ ,
- σχετικόσ
Examples of using
He asked a few pertinent questions.
Έθεσε μερικές σχετικές ερωτήσεις.