Translation meaning & definition of the word "persuasion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσωπικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Persuasion
[Πειθώ]/pərsweʒən/
noun
1. The act of persuading (or attempting to persuade)
- Communication intended to induce belief or action
- synonym:
- persuasion ,
- suasion
1. Η πράξη της πειθούς (ορ που προσπαθεί να πείσει)
- Επικοινωνία που προορίζεται να προκαλέσει πίστη ή δράση
- συνώνυμο:
- πειθώ ,
- επαιτεία
2. A personal belief or judgment that is not founded on proof or certainty
- "My opinion differs from yours"
- "I am not of your persuasion"
- "What are your thoughts on haiti?"
- synonym:
- opinion ,
- sentiment ,
- persuasion ,
- view ,
- thought
2. Μια προσωπική πίστη ή κρίση που δεν βασίζεται στην απόδειξη ή τη βεβαιότητα
- "Η γνώμη μου διαφέρει από τη δική σας"
- "Δεν είμαι της πειθούς σου"
- "Ποιες είναι οι σκέψεις σας για την αϊτή?"
- συνώνυμο:
- γνώμη ,
- συναίσθημα ,
- πειθώ ,
- προβολή ,
- σκέψη
Examples of using
Finally, he gave in to my persuasion.
Τέλος, υποχώρησε στην πειθώ μου.