Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "persuade" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσωποποίηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Persuade

[Πείθω]
/pərswed/

verb

1. Win approval or support for

  • "Carry all before one"
  • "His speech did not sway the voters"
    synonym:
  • carry
  • ,
  • persuade
  • ,
  • sway

1. Κερδίστε έγκριση ή υποστήριξη για

  • "Φέρτε τα όλα πριν από ένα"
  • "Η ομιλία του δεν επηρέασε τους ψηφοφόρους"
    συνώνυμο:
  • μεταφέρω
  • ,
  • πείθω
  • ,
  • επηρεάζω

2. Cause somebody to adopt a certain position, belief, or course of action

  • Twist somebody's arm
  • "You can't persuade me to buy this ugly vase!"
    synonym:
  • persuade

2. Αναγκάστε κάποιον να υιοθετήσει μια συγκεκριμένη θέση, πίστη ή πορεία δράσης

  • Στρίψτε το χέρι κάποιου
  • "Δεν μπορείς να με πείσεις να αγοράσω αυτό το άσχημο βάζο!"
    συνώνυμο:
  • πείθω

Examples of using

I couldn't persuade Tom to wait.
Δεν μπορούσα να πείσω τον Τομ να περιμένει.
See if you can persuade Tom to come.
Δείτε αν μπορείτε να πείσετε τον Τομ να έρθει.
She cannot persuade him to buy her a new car.
Δεν μπορεί να τον πείσει να της αγοράσει ένα νέο αυτοκίνητο.