Translation meaning & definition of the word "perspiration" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πνοή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perspiration
[Διαπνοή]/pərspəreʃən/
noun
1. Salty fluid secreted by sweat glands
- "Sweat poured off his brow"
- synonym:
- perspiration ,
- sweat ,
- sudor
1. Αλμυρό υγρό που εκκρίνεται από ιδρωτοποιούς αδένες
- "Ο ιδρώτας έχυσε από το φρύδι του"
- συνώνυμο:
- ιδρώτασ ,
- ιδρώτας ,
- σούντορ
2. The process of the sweat glands of the skin secreting a salty fluid
- "Perspiration is a homeostatic process"
- synonym:
- perspiration ,
- sweating ,
- diaphoresis ,
- sudation ,
- hidrosis
2. Η διαδικασία των ιδρωτοποιών αδένων του δέρματος που εκκρίνουν ένα αλμυρό υγρό
- "Η αναπνοή είναι μια ομοιοστατική διαδικασία"
- συνώνυμο:
- ιδρώτασ ,
- εφίδρωση ,
- διαφόρηση ,
- υπενθύμιση ,
- έκρηξη
Examples of using
Genius is one per cent inspiration and ninety-nine per cent perspiration.
Η ιδιοφυΐα είναι ένα τοις εκατό έμπνευση και ενενήντα εννέα τοις εκατό εφίδρωση.