Translation meaning & definition of the word "personification" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσωποποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Personification
[Προσωποποίηση]/pərsɑnəfəkeʃən/
noun
1. A person who represents an abstract quality
- "She is the personification of optimism"
- synonym:
- personification
1. Ένα άτομο που αντιπροσωπεύει μια αφηρημένη ποιότητα
- "Είναι η προσωποποίηση της αισιοδοξίας"
- συνώνυμο:
- προσωποποίηση
2. Representing an abstract quality or idea as a person or creature
- synonym:
- personification ,
- prosopopoeia
2. Αντιπροσωπεύοντας μια αφηρημένη ποιότητα ή ιδέα ως πρόσωπο ή πλάσμα
- συνώνυμο:
- προσωποποίηση ,
- προσωποποιία
3. The act of attributing human characteristics to abstract ideas etc.
- synonym:
- personification ,
- incarnation
3. Η πράξη της απόδοσης των ανθρώπινων χαρακτηριστικών σε αφηρημένες ιδέες κλπ.
- συνώνυμο:
- προσωποποίηση ,
- ενσάρκωση