Translation meaning & definition of the word "personally" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσωπικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Personally
[Προσωπικά]/pərsənəli/
adverb
1. As yourself
- "Speaking personally, i would not want to go"
- synonym:
- personally
1. Όπως ο εαυτός σου
- "Μιλώντας προσωπικά, δεν θα ήθελα να πάω"
- συνώνυμο:
- προσωπικά
2. As a person
- "He is personally repulsive"
- synonym:
- personally
2. Ως άτομο
- "Είναι προσωπικά αποκρουστικός"
- συνώνυμο:
- προσωπικά
3. In a personal way
- "He took her comments personally"
- synonym:
- personally
3. Με προσωπικό τρόπο
- "Πήρε τα σχόλιά της προσωπικά"
- συνώνυμο:
- προσωπικά
4. In the flesh
- Without involving anyone else
- "I went there personally"
- "He appeared in person"
- synonym:
- personally ,
- in person
4. Στη σάρκα
- Χωρίς να εμπλέξει κανέναν άλλον
- "Πήγα εκεί προσωπικά"
- "Εμφανίστηκε αυτοπροσώπως"
- συνώνυμο:
- προσωπικά ,
- αυτοπροσώπως
5. Concerning the speaker
- "Personally, i find him stupid"
- synonym:
- personally
5. Σχετικά με τον ομιλητή
- "Προσωπικά, τον βρίσκω ηλίθιο"
- συνώνυμο:
- προσωπικά
Examples of using
You're taking this too personally.
Το παίρνεις και προσωπικά.
Why are you taking this so personally?
Γιατί το παίρνεις τόσο προσωπικά?
I'll take care of the matter personally.
Θα φροντίσω το θέμα προσωπικά.