Translation meaning & definition of the word "personality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσωπικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Personality
[Προσωπικότητα]/pərsənælɪti/
noun
1. The complex of all the attributes--behavioral, temperamental, emotional and mental--that characterize a unique individual
- "Their different reactions reflected their very different personalities"
- "It is his nature to help others"
- synonym:
- personality
1. Το σύμπλεγμα όλων των χαρακτηριστικών-συμπεριφοριστικό, εύκρατο, συναισθηματικό και νοητικό- που χαρακτηρίζουν ένα μοναδικό άτομο
- "Οι διαφορετικές αντιδράσεις τους αντανακλούσαν τις πολύ διαφορετικές προσωπικότητές τους"
- "Είναι στη φύση του να βοηθάει τους άλλους"
- συνώνυμο:
- προσωπικότητα
2. A person of considerable prominence
- "She is a hollywood personality"
- synonym:
- personality
2. Ένα άτομο με σημαντική εξέχουσα θέση
- "Είναι μια προσωπικότητα του χόλιγουντ"
- συνώνυμο:
- προσωπικότητα
Examples of using
It captures his personality.
Καταγράφει την προσωπικότητά του.
Tom's personality complicates matters.
Η προσωπικότητα του Τομ περιπλέκει τα πράγματα.
I like his personality, but I don't find him attractive.
Μου αρέσει η προσωπικότητά του, αλλά δεν τον βρίσκω ελκυστικό.