Translation meaning & definition of the word "personable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσωπικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Personable
[Προσωποποιήσιμο]/pərsənəbəl/
adjective
1. (of persons) pleasant in appearance and personality
- synonym:
- personable
1. ( των ατόμων) ευχάριστο στην εμφάνιση και την προσωπικότητα
- συνώνυμο:
- προσωποποιήσιμο