Translation meaning & definition of the word "persona" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόσωνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Persona
[Περσόνα]/pərsoʊnə/
noun
1. An actor's portrayal of someone in a play
- "She played the part of desdemona"
- synonym:
- character ,
- role ,
- theatrical role ,
- part ,
- persona
1. Η απεικόνιση ενός ηθοποιού από κάποιον σε ένα παιχνίδι
- "Έπαιξε το ρόλο της δεσδαιμόνας"
- συνώνυμο:
- χαρακτήρας ,
- ρόλος ,
- θεατρικός ρόλος ,
- μέρος ,
- πρόσωπο
2. (jungian psychology) a personal facade that one presents to the world
- "A public image is as fragile as humpty dumpty"
- synonym:
- persona ,
- image
2. (ιουνγκιανή ψυχολογία) μια προσωπική πρόσοψη που κάποιος παρουσιάζει στον κόσμο
- "Μια δημόσια εικόνα είναι τόσο εύθραυστη όσο και ταπεινή"
- συνώνυμο:
- πρόσωπο ,
- εικόνα