Translation meaning & definition of the word "persistent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επίμονη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Persistent
[Επίμονος]/pərsɪstənt/
adjective
1. Never-ceasing
- "The relentless beat of the drums"
- synonym:
- persistent ,
- relentless ,
- unrelenting
1. Αδιάλειπτη
- "Ο αμείλικτος ρυθμός των ντραμς"
- συνώνυμο:
- επίμονος ,
- αμείλικτος ,
- αδυσώπητοσ
2. Continually recurring to the mind
- "Haunting memories"
- "The cathedral organ and the distant voices have a haunting beauty"- claudia cassidy
- synonym:
- haunting ,
- persistent
2. Επαναλαμβάνεται συνεχώς στο μυαλό
- "Τρομακτικές αναμνήσεις"
- "Το όργανο του καθεδρικού ναού και οι μακρινές φωνές έχουν μια στοιχειωμένη ομορφιά" - κλαούντια κάσιντι
- συνώνυμο:
- στοιχειώνω ,
- επίμονος
3. Retained
- Not shed
- "Persistent leaves remain attached past maturity"
- "The persistent gills of fishes"
- synonym:
- persistent ,
- lasting
3. Διατηρηθεί
- Δεν ρίχνω
- "Τα ανθεκτικά φύλλα παραμένουν συνδεδεμένα με την ωριμότητα του παρελθόντος"
- "Τα επίμονα βράγχια των ψαριών"
- συνώνυμο:
- επίμονος ,
- διαρκής
4. Stubbornly unyielding
- "Dogged persistence"
- "Dour determination"
- "The most vocal and pertinacious of all the critics"
- "A mind not gifted to discover truth but tenacious to hold it"- t.s.eliot
- "Men tenacious of opinion"
- synonym:
- dogged ,
- dour ,
- persistent ,
- pertinacious ,
- tenacious ,
- unyielding
4. Πεισματικά αποκλίνουσα
- "Σκυμμένη επιμονή"
- "Τρελή αποφασιστικότητα"
- "Το πιο φωνητικό και διαταραγμένο από όλους τους κριτικούς"
- "Ένας νους που δεν είναι προικισμένος να ανακαλύψει την αλήθεια, αλλά επίμονος να την κρατήσει"- τ.σ.ελιότ
- "Άνδρες αντιπαράθεσης γνώμης"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- παραπονιέμαι ,
- επίμονος ,
- αναλλοίωτοσ ,
- ανεπιτήδευτοσ
Examples of using
His persistent efforts resulted in failure.
Οι επίμονες προσπάθειές του είχαν ως αποτέλεσμα την αποτυχία.
I have a persistent pain here.
Έχω έναν επίμονο πόνο εδώ.
How persistent you are!
Πόσο επίμονος είσαι!