Translation meaning & definition of the word "perpetuate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαιωνίζουν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perpetuate
[Διαιωνίζω]/pərpɛʧəwet/
verb
1. Cause to continue or prevail
- "Perpetuate a myth"
- synonym:
- perpetuate
1. Αιτία να συνεχίσει ή να επικρατήσει
- "Διαιωνίστε ένα μύθο"
- συνώνυμο:
- διαιωνίζω
Examples of using
Lonely people perpetuate their own loneliness through their fear of others.
Οι μοναχικοί άνθρωποι διαιωνίζουν τη δική τους μοναξιά μέσω του φόβου τους για τους άλλους.
Every nation seeks to perpetuate itself.
Κάθε έθνος επιδιώκει να διαιωνίσει τον εαυτό του.