Translation meaning & definition of the word "perpetually" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιώνια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perpetually
[Διαρκώς]/pərpɛʧuəli/
adverb
1. Everlastingly
- For all time
- "Rays...streaming perpetually from the sun"- stuart chase
- synonym:
- perpetually
1. Επιτηδευμένα
- Για όλο το χρόνο
- "Ακτινογραφίες που αντιστέκονται συνεχώς από τον ήλιο"- στιούαρτ τσέις.
- συνώνυμο:
- διαρκώς
2. Without interruption
- "The world is constantly changing"
- synonym:
- constantly ,
- always ,
- forever ,
- perpetually ,
- incessantly
2. Χωρίς διακοπή
- "Ο κόσμος αλλάζει συνεχώς"
- συνώνυμο:
- συνεχώς ,
- πάντα ,
- για πάντα ,
- διαρκώς ,
- αδιάκοπα
Examples of using
Show me a man who lives alone and has a perpetually clean kitchen, and eight times out of nine I'll show you a man with detestable spiritual qualities.
Δείξε μου έναν άνθρωπο που ζει μόνος του και έχει μια συνεχώς καθαρή κουζίνα, και οκτώ φορές στα εννέα θα σου δείξω έναν άνθρωπο με απεχθείς.