Translation meaning & definition of the word "perpetual" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιώνια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perpetual
[Διαρκής]/pərpɛʧuəl/
adjective
1. Continuing forever or indefinitely
- "The ageless themes of love and revenge"
- "Eternal truths"
- "Life everlasting"
- "Hell's perpetual fires"
- "The unending bliss of heaven"
- synonym:
- ageless ,
- aeonian ,
- eonian ,
- eternal ,
- everlasting ,
- perpetual ,
- unending ,
- unceasing
1. Συνεχίζοντας για πάντα ή επ' αόριστον
- "Τα ανεκτίμητα θέματα της αγάπης και της εκδίκησης"
- "Αιώνιες αλήθειες"
- "Αιώνια ζωή"
- "Οι αέναες φωτιές"
- "Η ατελείωτη ευδαιμονία του ουρανού"
- συνώνυμο:
- ανήμπορος ,
- αιωνία ,
- εων ,
- αιώνιος ,
- διαρκής ,
- ατελείωτοσ ,
- αδιάλειπτη
2. Uninterrupted in time and indefinitely long continuing
- "The ceaseless thunder of surf"
- "In constant pain"
- "Night and day we live with the incessant noise of the city"
- "The never-ending search for happiness"
- "The perpetual struggle to maintain standards in a democracy"
- "Man's unceasing warfare with drought and isolation"
- "Unremitting demands of hunger"
- synonym:
- ceaseless ,
- constant ,
- incessant ,
- never-ending ,
- perpetual ,
- unceasing ,
- unremitting
2. Αδιάλειπτη στο χρόνο και επ' αόριστον μακρά συνέχιση
- "Η αδιάκοπη βροντή του σερφ"
- "Σε συνεχή πόνο"
- "Νύχτα και μέρα ζούμε με τον αδιάκοπο θόρυβο της πόλης"
- "Η ατελείωτη αναζήτηση της ευτυχίας"
- "Ο αέναος αγώνας για τη διατήρηση των προτύπων σε μια δημοκρατία"
- "Ο αδιάκοπος πόλεμος του ανθρώπου με ξηρασία και απομόνωση"
- "Αδιάλειπτες απαιτήσεις πείνας"
- συνώνυμο:
- ασταμάτητοσ ,
- σταθερός ,
- αδιάκοποσ ,
- ατελείωτοσ ,
- διαρκής ,
- αδιάλειπτη ,
- αδιάλειπτοσ
Examples of using
Latin is a perpetual language.
Τα λατινικά είναι μια διαρκής γλώσσα.
Perpetual devotion to what a man calls his business, is only to be sustained by perpetual neglect of many other things.
Η αέναη αφοσίωση σε αυτό που ένας άνθρωπος αποκαλεί την επιχείρησή του, πρέπει να διατηρείται μόνο με διαρκή παραμέληση.
Change alone is eternal, perpetual, immortal.
Η αλλαγή από μόνη της είναι αιώνια, διαρκής, αθάνατη.