Translation meaning & definition of the word "perpetrate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαιωνίζεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perpetrate
[Διαπερνώ]/pərpətret/
verb
1. Perform an act, usually with a negative connotation
- "Perpetrate a crime"
- "Pull a bank robbery"
- synonym:
- perpetrate ,
- commit ,
- pull
1. Εκτελέστε μια πράξη, συνήθως με αρνητική χροιά
- "Διαπράξτε ένα έγκλημα"
- "Τραβήξτε μια ληστεία τράπεζας"
- συνώνυμο:
- διαπράττω ,
- αποφασίζω ,
- τραβώ