Translation meaning & definition of the word "permanently" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μόνιμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Permanently
[Μόνιμα]/pərmənəntli/
adverb
1. For a long time without essential change
- "He is permanently disabled"
- synonym:
- permanently ,
- for good
1. Για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς απαραίτητη αλλαγή
- "Είναι μόνιμα ανάπηρος"
- συνώνυμο:
- μόνιμα ,
- για καλό
Examples of using
Liberty, as we all know, cannot flourish in a country that is permanently on a war footing, or even a near war footing. Permanent crisis justifies permanent control of everybody and everything by the agencies of central government.
Η ελευθερία, όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν μπορεί να ανθίσει σε μια χώρα που βρίσκεται μόνιμα σε πολεμική βάση ή ακόμα και σε πολεμική βάση. Η μόνιμη κρίση δικαιολογεί τον μόνιμο έλεγχο όλων και όλων από τις υπηρεσίες της κεντρικής κυβέρνησης.