Translation meaning & definition of the word "perky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ουράνια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perky
[Περυ]/pərki/
adjective
1. Characterized by liveliness and lightheartedness
- "Buoyant spirits"
- "His quick wit and chirpy humor"
- "Looking bright and well and chirpy"
- "A perky little widow in her 70s"
- synonym:
- buoyant ,
- chirpy ,
- perky
1. Χαρακτηρίζεται από ζωντάνια και ελαφρότητα
- "Αγοραστικά πνεύματα"
- "Το γρήγορο πνεύμα του και το περίεργο χιούμορ του"
- "Φαίνεται φωτεινό και καλά και τρελό"
- "Μια παράξενη χήρα στα 70 της"
- συνώνυμο:
- πληθωρικό ,
- τσιρλί ,
- περίεργος