Translation meaning & definition of the word "perjury" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραυματισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perjury
[Περτζάριου]/pərʤəri/
noun
1. Criminal offense of making false statements under oath
- synonym:
- perjury ,
- bearing false witness ,
- lying under oath
1. Ποινικό αδίκημα να προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις με όρκο
- συνώνυμο:
- ψευδορκία ,
- φέροντας ψευδή μάρτυρα ,
- που βρίσκεται κάτω από όρκο
Examples of using
The court judged that the witness committed perjury.
Το δικαστήριο έκρινε ότι ο μάρτυρας διέπραξε ψευδορκία.