Translation meaning & definition of the word "periscope" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περισκόπιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Periscope
[Περισκόπιο]/pɛrəskoʊp/
noun
1. An optical instrument that provides a view of an otherwise obstructed field
- synonym:
- periscope
1. Ένα οπτικό όργανο που παρέχει μια άποψη ενός κατά τα άλλα εμποδίζεται πεδίο
- συνώνυμο:
- περισκόπιο